ποικιλόπτερος

ποικιλόπτερος
ποικιλόπτερος
with wings of changeful hue
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποικιλόπτερος — η, ο / ποικιλόπτερος, ον, ΝΑ αυτός που έχει ποικιλόχρωμα, παρδαλά φτερά αρχ. μτφ. ο ποικιλόφωνος («ποικιλόπτερον μέλος», Πρατίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + πτερος (< πτερόν), πρβλ. χρυσό πτερος] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόπτερον — ποικιλόπτερος with wings of changeful hue masc/fem acc sg ποικιλόπτερος with wings of changeful hue neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενοποικιλόπτερος — ξενοποικιλόπτερος, ον (Μ) αυτός που έχει παράξενα πολύχρωμα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ποικιλόπτερος] …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”